Ο έβδομος Πρόεδρος των ΗΠΑ Άντριου Τζάκσον περιέγραψε το 1828 το μοντέλο ενός Κράτους -Λαφύρου στο οποίο ο εκάστοτε νικητής των εκλογών καταλαμβάνει το σύνολο του κρατικού μηχανισμού διορίζοντας τους οπαδούς του σε όλες τις κυβερνητικές και διοικητικές θέσεις. “Στο νικητή όλα τα λάφυρα” ήταν το σύνθημα.
Οι οπαδοί της προσέγγισης του Κράτους – Λαφύρου υποστήριξαν ότι πρόκειται για μιά πρακτική πλήρως δημοκρατική που εγγυάται την ολοκληρωμένη εναλλαγή στην εξουσία και ενισχύει την διοικητική αποτελεσματικότητα αφού εντός της ιεραρχικής αλυσίδας πολιτικοί προϊστάμενοι και διοικητικοί υφιστάμενοι διέπονται από κοινές αντιλήψεις.
Στον αντίποδα αυτής της οπτικής βρίσκεται η προσέγγιση της αξιοκρατικής διοίκησης που βασίστηκε στην θεώρηση του Μαξ Βέμπερ αλλά και του Γούντροου Ουίλσον, μετέπειτα 28ου Προέδρου των ΗΠΑ, για την εξειδικευμένη, αποτελεσματική, επαγγελματική και πολιτικά ουδέτερη διοίκηση που ασκεί απολύτως εξειδικευμένες λειτουργίες. Άρα απαιτείται η στελέχωσή της από αντιστοίχως εξειδικευμένους επαγγελματίες που εφαρμόζουν κανόνες όπως έχουν θεσπιστεί από την νομοθετική εξουσία χωρίς περαιτέρω πολιτικές παρεμβάσεις στον εκτελεστικό τους ρόλο. Η διοίκηση ελέγχεται στη συνέχεια, πολιτικά δια μέσου του κοινοβουλίου και δικαστικά ως προς την ορθή εφαρμογή των κανόνων.
Ας δούμε τώρα την μεταφορά της παραπάνω συζήτησης στα καθ’ημάς.
Στις αρχές του 2015 σχετικές παρεμβάσεις προβεβλημένων στελεχών του τότε κυβερνώντος κόμματος προκάλεσαν έντονη πολιτική αντιπαράθεση: «Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία» δηλώσε η κα Περιστέρα Μπαζιάνα . «Γιατί εξουσία δεν είναι ο υπουργός αλλά ο μηχανισμός. Υπάρχουν άνθρωποι σε θέσεις-κλειδιά που εξυπηρετούν το παλιό διεφθαρμένο σύστημα». Και για αυτό, υποστήριξε, πρέπει να υπάρξει κάθαρση. Αντίστοιχες απόψεις είχε εκφράσει και ο κος Νίκος Φίλης.
Οι αντιδράσεις στις τοποθετήσεις αυτές των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν έντονες χαρακτηρίζοντας τες ως αντιλήψεις “καθεστωτικές” που υπέκρυπταν την πρόθεση των κυβερνώντων για κομματικό έλεγχο του κρατικού μηχανισμού.
Αυτό ωστόσο που προσέθεσαν οι παραπάνω τοποθετήσεις, είναι μία ακόμη διάσταση στην προηγηθείσα συζήτηση περί Κράτους-Λαφύρου: ο ταξικός ή μη έλεγχος του κράτους. Από την κλασσική μαρξιστική οπτική το κράτος προσεγγίζεται ως εργαλείο της άρχουσας τάξης το οποίο θα πρέπει να καταληφθεί και να καταστραφεί. Νεώτερες και πιο σύνθετες προσεγγίσεις όπως αυτή του Νίκου Πουλαντζά αντιμετωπίζουν το κράτος ως πεδίο με σχετική αυτονομία έναντι της κυρίαρχης τάξης στο οποίο αποτυπώνεται ο εκάστοτε συσχετισμός δυνάμεων των κοινωνικών τάξεων.
Στην ίδια γραμμή προβληματισμού και στην αντίστοιξη μεταξύ Κράτους – Λαφύρου και Κράτους- με-Αυτονομία μπορεί να ενταχθεί και η συζήτηση που πυροδότησαν τα πρόσφατα και εν εξελίξει γεγονότα της παρακολούθησης από την αρμόδια δημόσια υπηρεσία, με την αιτιολογία της “εθνικής ασφάλειας”, πολιτικών και δημοσιογράφων. Τα γεγονότα αυτά επανέφεραν το ζήτημα των ορίων της πολιτικής παρέμβασης στις διοικητικές διαδικασίες και του πολιτικού ελέγχου στην εφαρμογή κανόνων με διαρκή επανερμηνεία τους με κριτήριο όχι το δημόσιο συμφέρον αλλά τις επιδιώξεις του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος.
Το παράδειγμα είναι ακραίο και για αυτό… αντιπροσωπευτικό, αφού η επάρκεια των θεσμών, δοκιμάζεται όχι στις ομαλές αλλά στις ακραίες συνθήκες.
Ποιός ορίζει το δημόσιο συμφέρον και τους κινδύνους που το απειλούν; Είναι υπόθεση της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας ή απαιτούνται ευρύτερες συναινέσεις εντός του πολιτικού συστήματος; Πως, ειδικότερα, ορίζεται ο “εσωτερικός κίνδυνος”; Μπορεί αιρετοί, μέλη του πολιτικού προσωπικού της χώρας να συνιστούν κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον; Αν ναι , αυτό προκύπτει από την συμπεριφορά τους ως μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα ή από την δραστηριότητά τους ως μελών μιας πολιτικής συλλογικότητας; Ποιός τους ορίζει ως παράγοντες κινδύνου και ποιός επιλέγει τον τρόπο αντιμετώπισής τους; Είναι οι εκτιμήσεις αυτές πολιτικού χαρακτήρα και πρέπει να αφήνονται σε πολιτικούς μετακλητούς; Ή αντίθετα υπαγορεύονται από πάγιες αρχές που αποτυπώνονται σε τυπικούς κανόνες οι οποίοι πρέπει να ερμηνεύονται με πολιτική ουδετερότητα από υπηρεσιακά στελέχη;
Τα ερωτήματα πολλά και η απάντησή τους απαιτεί ειδικές κατά περίπτωση επεξεργασίες. Ως γενική αρχή ωστόσο θα πρέπει να κρατήσουμε το ότι ένα προηγμένο πολιτικό – διοικητικό σύστημα οφείλει να λειτουργεί με βάση θεσμούς, κανόνες και διαδικασίες. Συστήματα πελατειακής φύσης, επειδή δεν λειτουργούν με κανόνες αλλά με “παράθυρα ευκαιρίας” , χρειάζονται διαρκείς πολιτικές παρεμβάσεις για να συντονιστούν. Αυτό συνιστά παθογένεια διότι η συστηματική εμπλοκή των πολιτικών στελεχών , με την μορφή των μετακλητών, στις διοικητικές λειτουργίες είναι αυτή που επιτρέπει την αξιοποίηση των διοικητικών μηχανισμών για κομματικά οφέλη.
Η λύση δεν πρέπει να αναζητείται στον πολιτικό έλεγχο της εφαρμογής και των λεπτομερειών της δεδομένου ότι η εμπειρία δείχνει ότι πρώτιστο μέλημα των μετακλητών, δηλαδή των κομματικών παραγόντων στους οποίους ανατίθενται διοικητικές ευθύνες, είναι το κομματικό και όχι το δημόσιο συμφέρον.
Το κράτος δεν μπορεί να συνιστά Λάφυρο του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος και οι διοικητικές απολήξεις του κρατικού μηχανισμού, οι Αρμοί της Εξουσίας, πρέπει να λειτουργούν βάσει προδιαγραφών, διαφάνειας και ελέγχων με ευθύνη υπηρεσιακών παραγόντων και όχι πολιτικών μετακλητών. Όπου δε διαμορφώνεται ευρύτερη αντίληψη για το ότι η πλήρης διαφάνεια και η δημοσιοποίηση στοιχείων και γεγονότων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον σε βαθμό που να απαιτείται πολιτικός έλεγχος και διακριτική ευχέρεια χειρισμών, ο έλεγχος αυτός δεν θα πρέπει να ασκείται μονομερώς από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία αλλά από κοινοβουλευτικά όργανα με ευρύτερη συμμετοχή έτσι ώστε να επιβάλλεται η οικοδόμηση συναινέσεων.
—
Θεόδωρος Ν. Τσέκος, Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Θεόδωρος Καρούνος, Ερευνητής, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο
—
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.