Η πολιτική για τις ψηφιακές δεξιότητες είναι από τα σημαντικότερα ζητήματα σήμερα για την κοινωνία και την οικονομία. Χωρίς αυτές δεν μπορούν να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τα οφέλη από τις ψηφιακές υπηρεσίες οι πολίτες και οι επιχειρήσεις. Επίσης είναι απαραίτητες για την καταπολέμηση του ψηφιακού χάσματος που αφορά κυρίως μεγαλύτερες γενιές αλλά και την επιμόρφωση για τυχόν κινδύνους για όλους τους πολίτες. Απαιτούνται αλλαγές στα προγράμματα σπουδών σχολείων και πανεπιστημίων, προγράμματα δια βίου μάθησης για ενήλικες, επιμορφώσεις και σεμινάρια τόσο από τον δημόσιο τομέα όσο και από επιμελητήρια, και εταιρείες για το προσωπικό τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των κονδυλίων που έχει δεσμεύει για να επιταχύνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό, επικεντρώνεται σε σημαντικό μέρος στην ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων γιατί το πρόβλημα είναι πανευρωπαικό.
Οι συζητήσεις για την ψηφιακή πολιτική συχνά εστιάζουν μόνο στις νέες υπηρεσίες, στα μέτρα στήριξης που εφαρμόζονται ή στα κίνητρα που αποσκοπούν να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό κλίμα για επενδύσεις. Όμως χωρίς επαρκή αριθμό από εξειδικευμένους προγραμματιστές και γενικά ειδικούς της πληροφορικής τα επόμενα βήματα στην ψηφιακή οικονομία κινδυνεύουν να μείνουν μετέωρα. Οι πολίτες επίσης θα πρέπει να έχουν στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό τις δεξιότητες να μπορούν να αξιοποιήσουν τις ψηφιακές υπηρεσίες και υποδομές. Όσο καλύτερα εκπαιδευμένοι είναι οι πολίτες-χρήστες τόσο λιγότερο κινδυνεύουν από κακόβουλες επιθέσεις και παράνομες δραστηριότητες τρίτων και επιπλέον είναι πιο απαιτητικοί χρήστες κάτι που οδηγεί στην βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχουν ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας.
Ποια είναι όμως τα βασικά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει μια εθνική πολιτική για τις ψηφιακές δεξιότητες; Πως και από ποιους επιλέγονται οι ψηφιακές δεξιότητες που εντάσσονται σε μια τέτοια πολιτική; Πως μπορεί να συνδεθεί με την εκπαίδευση και την ανάπτυξη των μαθηματικών και προγραμματιστικών δεξιοτήτων που διδάσκονται σε όλες τις βαθμίδες της; Μια πρόταση πολιτικής θα πρέπει εκτός από την οργάνωση των κατάλληλων θεματικών ενοτήτων να περιλαμβάνει ένα αξιόπιστο σύστημα για την αξιολόγηση των ψηφιακών ικανοτήτων και ένα κοινό πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού που θα αφορά όλους τους φορείς που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και κατάρτισης. Η στρατηγική θα πρέπει να βασίζεται σε εθνικές έρευνες δεξιοτήτων με περιοδικό χαρακτήρα εστιασμένες τόσο στη μελλοντική ζήτηση επαγγελματικών δεξιοτήτων όσο κι στις ανάγκες των πολιτών για δεξιότητες πρόσβασης σε ψηφιακές υπηρεσίες. Έτσι, κατά την ανάπτυξη ενός πλαισίου ψηφιακών δεξιοτήτων, είναι σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ των βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων που συνδέονται με τη χρήση του διαδικτύου ή εφαρμογών στο κινητό και των προηγμένων ψηφιακών δεξιοτήτων για επαγγέλματα που απαιτούνται για την ανάπτυξη νέων ψηφιακών τεχνολογιών και νέων προϊόντων και υπηρεσιών όπως αυτά που αφορούν τον προγραμματισμό, την τεχνητή νοημοσύνη και το Διαδίκτυο των πραγμάτων. Βασικός πυλώνας των ψηφιακών επαγγελματικών δεξιοτήτων είναι τα μαθηματικά και ειδικά οι αλγόριθμοι και η λογική. Η μαθηματική παιδεία είναι σημαντικό βήμα προς τις προηγμένες ψηφιακές δεξιότητες.
Σε διεθνές επίπεδο, δύο φορείς ξεχωρίζουν για τη συνεισφορά τους σε θέματα πολιτικής επί των ψηφιακών δεξιοτήτων: Η UNESCO και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο ορισμός της UNESCO σχετικά με τον «Ψηφιακό Αλφαβητισμό» είναι αρκετά ευρύς: Ο Ψηφιακός Αλφαβητισμός είναι η ικανότητα πρόσβασης, διαχείρισης, κατανόησης, ενσωμάτωσης, επικοινωνίας, αξιολόγησης και δημιουργίας πληροφοριών με ασφάλεια και κατάλληλα μέσω ψηφιακών τεχνολογιών για την απασχόληση, αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και την επιχειρηματικότητα. Περιλαμβάνει δε ικανότητες που αναφέρονται συχνά με ποικίλους τρόπους ως παιδεία υπολογιστών, παιδεία στις ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών), πληροφοριακή παιδεία και παιδεία για τα μέσα επικοινωνίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναπτύξει ένα πιο ολοκληρωμένο πλαίσιο ψηφιακών δεξιοτήτων, το DigComp, ως επιστημονικό έργο με καθοδήγηση από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Το Ινστιτούτο Στατιστικής της UNESCO (UIS) βελτίωσε στη συνέχεια το DigComp για να το καταστήσει κατάλληλο για περισσότερες χώρες μέσω της δημιουργίας του Παγκόσμιου Πλαισίου Ψηφιακού Γραμματισμού (DLGF). Το DLGF προσθέτει δύο κρίσιμους τομείς: (i) βασικές αρχές εξοικείωσης με το υλικό και το λογισμικό, που συχνά θεωρείται δεδομένο στις πλουσιότερες χώρες και (ii) δεξιότητες που σχετίζονται με την αγορά εργασίας.
Ενώ το EU DigComp και το DLGF της UNESCO είναι ένα καλό σημείο αναφοράς για ψηφιακό αλφαβητισμό και ψηφιακές δεξιότητες υψηλότερου επιπέδου, η ΕΕ έχει επίσης προτείνει ένα συνολικό πλαίσιο για τη διάρθρωση των ικανοτήτων που απαιτούνται και αναπτύσσονται από επαγγελματίες ΤΠΕ (European e-Competence Framework (e-CF)). Το πλαίσιο αυτό δίνει έμφαση στις προηγμένες και εξαιρετικά εξειδικευμένες δεξιότητες όσων εμπλέκονται στη χρήση, την προσαρμογή και την ανάπτυξη ψηφιακών εφαρμογών και έργων. Μπορεί δε να αξιοποιηθεί από διευθυντικά στελέχη και τμήματα ανθρώπινου δυναμικού, εκπαιδευτικά ιδρύματα και φορείς κατάρτισης, φορείς της βιομηχανίας αγοράς και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, και άλλους οργανισμούς στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Η διασύνδεση ανάμεσα στις ψηφιακές δεξιότητες και το επίπεδο των ψηφιακών υπηρεσιών και προϊόντων για το ευρύ κοινό αλλά και εξειδικευμένες ομάδες χρηστών είναι προφανής. Η ανάπτυξη των δεξιοτήτων συμπαρασύρει την ανάπτυξη υπηρεσιών και αμφίδρομα.
Στη χώρα μας είναι σημαντικό να υπάρχει, κατ’ αρχήν, διαδραστικό εκπαιδευτικό υλικό στα ελληνικά και αγγλικά και σε οπτικοακουστική μορφή σε ψηφιακό αποθετήριο, ενότητες για ελεύθερη χρήση στο Διαδίκτυο από όλους που θα παράγεται με ανοιχτά πρότυπα και ανοιχτό λογισμικό. Θα επιταχυνθεί και θα διαδοθεί περισσότερο η κατανόηση των ψηφιακών μέσων πράγμα απαραίτητο για το μέλλον μας. Είναι ανάγκη να διαμορφωθεί εθνική στρατηγική για τις ψηφιακές δεξιότητες σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια και την τεχνική εκπαίδευση, η οποία να είναι αποδεκτή, ει δυνατόν, από όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να σπαταλάμε εθνικούς και κοινοτικούς πόρους χωρίς τα αναγκαία αποτελέσματα.
Ο Θόδωρος Καρούνος είναι ερευνητής στο ΕΜΠ,
Ο Πέτρος Στεφανέας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΜΠ.
—
Δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.