Μια από τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η χώρα μας το επόμενο διάστημα αφορά την ουσιαστική αξιοποίηση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας ως ευκαιρία για την ανασυγκρότηση του οικοσυστήματος της πληροφορικής στη χώρα μας. Το σχέδιο προβλέπει ένα 20% των συνολικών του επιχορηγήσεων, που πλησιάζει τα 4 δις ευρώ, να κατευθυνθεί σε ψηφιακά έργα που αφορούν τη συνδεσιμότητα για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και το κράτος, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και των επιχειρήσεων και την βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων. Το ερώτημα είναι πως μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν αυτές οι επενδύσεις αποτελεσματικά ώστε να αφήσουν ένα μακροπρόθεσμο αποτύπωμα στην ελληνική οικονομία; Για παράδειγμα, έργα που βασίζονται σε ανοιχτά πρότυπα και ανοιχτό λογισμικό μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας λογισμικού, την αξιοποίηση και ανάδειξη εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού, τη συνεργασία ανάμεσα σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και τις εταιρείες πληροφορικής. Οι λειτουργικές προδιαγραφές των έργων μπορεί να αποτελέσουν εφαλτήριο για μονιμότερες επενδύσεις και αύξηση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κλάδου της πληροφορικής σε διεθνές επίπεδο.
Στη διεθνή επιστημονική κοινότητα είναι κοινός τόπος ότι τα πολύ μεγάλα έργα πληροφορικής έχουν αυξημένο δείκτη αποτυχίας ανεξάρτητα του εάν υλοποιούνται από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Όμως, τα μεγάλα έργα του δημοσίου έχουν συνήθως μεγαλύτερη μεταβλητότητα και αστάθεια, που σύμφωνα με τους ειδικούς αποτελούν δύο από τις σημαντικότερες αιτίες αποτυχίας ενός μεγάλου έργου. Μια άλλη τάση των έργων πληροφορικής του δημοσίου είναι να τείνουν να γιγαντώνονται με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δύσκολη η διαχείρισή τους. Υπάρχει μια σαφής ανάγκη να διερευνηθεί το γιατί κάποια από τα έργα του δημοσίου επιτυγχάνουν και γιατί κάποια άλλα αποτυγχάνουν. Οι λόγοι περιλαμβάνουν ενδεικτικά την ανεπαρκή πληροφόρηση και το συνακόλουθο έλλειμμα σχεδιασμού, την ολιγοπωλιακή πραγματικότητα σε κάποιους τομείς της αγοράς με την περιορισμένη συμμετοχή των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στις προμήθειες μεγάλων έργων ως αναδόχων, την δυσκολία στην παρακολούθηση των τεχνολογικών και διοικητικών αλλαγών από την πλευρά του δημοσίου. Επιπρόσθετοι λόγοι αφορούν το περιορισμένο υψηλής τεχνολογικής γνώσης προσωπικό, τις αυξημένες απαιτήσεις ασφάλειας και την έλλειψη ευελιξίας στο σχεδιασμό και υλοποίηση που είναι απαραίτητη στα έργα πληροφορικής και δεν προβλέπεται από τα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία των έργων.
Ο διαχωρισμός των μεγάλων έργων σε μικρότερα, που διαλειτουργούν μεταξύ τους πρέπει να αποτελέσει την κεντρική φιλοσοφία σχεδιασμού των νέων έργων, ακόμα και όταν πρόκειται για έργα που υλοποιούνται από τον ίδιο φορέα. Μειώνεται έτσι το ρίσκο ενδεχόμενης αποτυχίας με τον απαιτούμενο χρόνο υλοποίησης να μειώνεται. Όταν πρόκειται για έργα του δημοσίου τα μικρότερα έργα μπορούν να αξιοποιηθούν ευκολότερα και από άλλους φορείς και να προσφέρουν δημόσιες ψηφιακές υπηρεσίες, συμπληρώνοντας το ένα το άλλο. Σε μια έρευνα που έγινε στην Ολλανδία πριν λίγα χρόνια μόνο το 13% των μεγάλων έργων πληροφορικής του δημοσίου θεωρήθηκαν επιτυχημένα. Το ποσοστό αυτό στα μικρά έργα πληροφορικής ήταν 57%. Στη χώρα μας οι κύκλος ζωής των μεγάλων έργων πληροφορικής ξεπερνά πολύ συχνά την τριετία. Στο δημόσιο τομέα ο χρόνος αυτός εξαρτάται από τις διαγωνιστικές διαδικασίες, τη συνέχεια της διοίκησης αλλά και την ετοιμότητα του ανθρώπινου δυναμικού στις φάσεις σχεδιασμού, υλοποίησης και αξιοποίησής του.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό δείκτη DESI για το 2020 (με στοιχεία από το 2019) η Ελλάδα ενώ βρίσκεται σε καλή θέση σχετικά με την πρόσβαση των νοικοκυριών στο Διαδίκτυο εντούτοις βρίσκεται στην τελευταία θέση όσον αφορά συνολικά την ψηφιακή συνδεσιμότητα (connectivity) ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε μια από τις τελευταίες θέσεις με βάση τον ίδιο δείκτη βρίσκεται η Ελλάδα και στην ψηφιακή οικονομία. Σοβαρό είναι επίσης το έλλειμμα σε εξειδικευμένες ψηφιακές δεξιότητες, κάτι που γίνεται ήδη ορατό ειδικά στον χώρο του προγραμματισμού, του σχεδιασμού έργων αλλά και της πιο σύγχρονης προσέγγισης στην ανάπτυξη πληροφοριακών συστημάτων. Η έλλειψη στελεχών με εξειδικευμένες και επίκαιρες γνώσεις ίσως αποτελέσει και τον βασικό παράγοντα ανάσχεσης της δυναμικής της ελληνικής ψηφιακής οικονομίας. Η σύνδεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας με την παραγωγή, μέσω οργανωμένης πρακτικής άσκησης φοιτητών, η οργανωμένη μετεκπαίδευση του προσωπικού του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα σε σύγχρονες τεχνικές προγραμματισμού και διαχείρισης έργων λογισμικού είναι προϋποθέσεις για την αναπτυξιακή δυναμική του κλάδου. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός στον ιδιωτικό τομέα και η βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού του όσον αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες είναι κομβικής σημασίας για τη θέση της χώρας στο διεθνή οικονομικό χάρτη. Επιπρόσθετα, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να συμμετέχουν όσο είναι δυνατό σε ευρύτερα οικοσυστήματα.
Ο Θόδωρος Καρούνος είναι ερευνητής στο ΕΜΠ & Ο Πέτρος Στεφανέας είναι επίκουρος καθηγητής στο ΕΜΠ.
—
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα βλέπουμε διακηρύξεις διαγωνισμών για έργα με πολύ μεγάλους προϋπολογισμούς και πολύ υψηλές προϋποθέσεις συμμετοχής (δηλαδή πολύ μεγάλα έργα), με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην υπάρχει έντονος ανταγωνισμός, αλλά τις περισσότερες φορές να συμμετέχει μόνο ένας διεκδικητής του έργου. Είναι προφανές πως εάν η κυβέρνηση προχωρήσει τα μεγάλα έργα τεχνολογίας ακολουθώντας αυτή τη τακτική, θα δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που εκ των πραγμάτων δεν θα επιτρέπεται η συμμετοχή στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις του χώρου. Η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει μεν τα μεγάλα έργα τεχνολογίας για την ψηφιακή μεταρρύθμιση της χώρας, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που θα επιτρέπει τη συμμετοχή και στις μικρότερες εταιρείες και να μην οδηγήσει, δηλαδή, όλα τα έργα σε λιγοστές ισχυρές κοινοπραξίες ή συμμαχίες, που φαίνεται πως διαμορφώνονται στην αγορά. Αντίθετα, να θέσει τέτοιες προδιαγραφές ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν μικρότερες εταιρείες έτσι ώστε τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους άνω των 4 δισ. ευρώ για τα έργα τεχνολογίας, να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου οικοσυστήματος. Ο διαχωρισμός των μεγάλων έργων σε μικρότερα, που διαλειτουργούν μεταξύ τους πρέπει να αποτελέσει την κεντρική φιλοσοφία σχεδιασμού των νέων έργων, ακόμα και όταν πρόκειται για έργα που υλοποιούνται από τον ίδιο φορέα. Θα πρέπει λοιπόν να υιοθετηθεί ένας μηχανισμός ώστε να είναι εφικτός ο διαχωρισμός των μεγάλων έργων σε μικρότερα, που διαλειτουργούν μεταξύ τους και θα πρέπει αυτό να αποτελέσει την κεντρική φιλοσοφία σχεδιασμού των νέων έργων, ακόμα και όταν πρόκειται για έργα που υλοποιούνται από τον ίδιο φορέα, όπως πολύ σωστά αναφέρετε στο κείμενό σας. Με το τρόπο αυτό ο κίνδυνος αποτυχίας που έχουν τα μεγάλα έργα απομακρύνεται.